Άρθρα – Δημοσιεύσεις

ΔΥΝΑΜΗ ΧΕΙΡΟΛΑΒΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΠΛΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΕΝΙΣ

 

Β. Κορώνας

V. Koronas

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού,  Εργαστήριο Φυσικής Δραστηριότητας και Αναψυχής

 

Υπεύθυνος επικοινωνίας
Β. Κορώνας Ph.D.
Νέα Μοναστηρίου 20, Οικοδομή Γ!,
Τ. Κ. 56300 Ελευθέρια – Κορδελιό,
Θεσσαλονίκη
Tηλ. 2310617291 & 6945580499
Fax: 2310617291,
E-Mail:b.koronas@yahoo.gr

 

Address of correspondence
B. Koronas PhD
Nea Monastiriou 20, Ikodomi G!
56300 Eleftheria – Kordelio,
Thessaloniki
Tel. 2310617291 & 6945580499
Fax: 2310617291,
E-Mail:b.koronas@yahoo.gr

 

 

Περίληψη

 

Η δύναμη χειρολαβής είναι ένας σημαντικός παράγοντας απόδοσης σε διάφορα αθλήματα μεταξύ αυτών και στο τένις. Η παρούσα μελέτη σχεδιάστηκε για να εκτιμήσει την επίδραση ενός απλού  αγώνα τένις στη δύναμη της άκρας χειρός τόσο στο κυρίαρχο  όσο και στο μη κυρίαρχο άνω άκρο.  Στην έρευνα συμμετείχαν εθελοντικά οκτώ φοιτητές και δεκαεπτά φοιτήτριες της ειδικότητας τένις του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο μέσος όρος ηλικίας των φοιτητών ήταν 21.6 ± 2.1 έτη και των φοιτητριών 22.1 ± 1.6 έτη, ενώ ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) για τους φοιτητές ήταν 22.87 ± 1.70 και για τις φοιτήτριες 21.36±2.01. Η μέτρηση της δύναμης χειρολαβής στο κυρίαρχο  και μη κυρίαρχο άνω άκρο πραγματοποιήθηκε με χειροδυναμόμετρο τύπου GRIP-D πριν την έναρξη της δοκιμασίας καθώς και μετά το πέρας αυτής. Οι μετρήσεις έγιναν τις πρωινές ώρες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 23ο-25ο C και υγρασία 63%-66% με σχετικά μέτρια ηλιοφάνεια. Για τον έλεγχο των διαφορών ανάμεσα στα δύο φύλα χρησιμοποιήθηκε ανάλυση με το στατιστικό πακέτο SPSS 20 (έκδοσης 2012). Ως επίπεδο σημαντικότητας υιοθετήθηκε το .05. Οι μεταβολές στις παραπάνω μεταβλητές πριν και μετά την παρέμβαση, εκτιμήθηκαν με μη παραμετρικά τεστ t-test (Wilcoxon test), ξεχωριστά για κάθε φύλο. Οι μεταβολές αυτές ήταν διαφορετικές σε σχέση με τα δύο φύλα. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν, ότι μετά το τέλος του αγώνα μειώθηκε σημαντικά η μέγιστη δύναμη χειρολαβής του κυρίαρχου άνω άκρου και λιγότερο του μη κυρίαρχου τόσο στους φοιτητές (p<.01) όσο και στις φοιτήτριες (p<.05). Τέλος, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση και στους μέσους όρους της δύναμης χειρολαβής των δύο φύλων.

Λέξεις κλειδιά: τένις, δύναμη χειρολαβής, κυρίαρχο άκρο, μη κυρίαρχο άκρο.

GRAPLING  STRENGTH AFTER A SIMPLE TENNIS GAME

 

Koronas

Aristotelian University of Thessaloniki Greece, department of Physical Education and Sport’s Science.

Abstract

 

The handgrip strength is an important factor of attribution to sundries contests, including tennis. This paper aims to evaluate the effect of a doubles tennis match on the strength of the hand (grip) both in the dominant and non-dominant hands. Ten males and eighteen females of department of Physical Education and Sport’s Science of Aristotle University of Thessaloniki, participated in the study voluntarily. The average age of males was 21.6±2.1 and of females 22.1±1.6, while the BMI for males was 22.87±.1.70 and for females 21.36±2.01. The strength of the grip in the dominant and non-dominant hand was measured with handheld dynamometer type GRIP-D before the start of the game and after the game finished. The measurements were made in the morning at a temperature of 23ο-25ο and humidity of 63%-66%. In order to test for the differences between the two genders t-test was used with SPSS 20. The p level was set at .05. The changes in the above variables were evaluated with non parametric tests (Wilcoxon test) for each gender. There were differences between the two genders. The results showed that after the game there was a greater reduction in the maximum strength of the dominant hand and less so in the non-dominant hand for both males (p<.01) and females (p<.05). Also, the findings showed a significant reduction in the mean handgrip strength for both sexes.

 

Key words: tennis, handgrip strength, dominant hand, non-dominant hand.

 

Εισαγωγή

 

Το τένις είναι ένα από τα δημοφιλέστερα αθλήματα παγκοσμίως. Είναι ένα συναρπαστικό και ελκυστικό άθλημα με συμμετοχή τόσο του σώματος όσο και του πνεύματος. Δίνει έμφαση στο δίκαιο και τίμιο παιγνίδι, καθώς επίσης και στο σεβασμό προς τους συμπαίκτες και αντιπάλους. Απαιτεί από τον αθλούμενο βασικές ικανότητες, όπως δύναμη, ταχύτητα, αντοχή και επιδεξιότητα. Παίζεται τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όπου οι παίκτες κερδίζουν δόξα και χρήματα, αλλά και σαν χόμπι όπου πολλοί παίκτες διασκεδάζουν και μπορούν να συμμετέχουν σε διάφορους αγώνες (Zetou E, Koronas V, Athanailidis I, Koussis P. 2012). Σήμερα που η ανάγκη για άσκηση γίνεται ιδιαίτερα σημαντική, πολλοί άνθρωποι βλέπουν το τένις ως έναν τρόπο για να παραμείνουν δραστήριοι και υγιείς, ως ένα θαυμάσιο μέσο να συναντήσουν άλλους ανθρώπους σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και ως ένα άθλημα που μπορούν να εξασκούνται «δια βίου» ανεξαρτήτως ηλικίας (Pothuizen, 2008).

Στο αγωνιστικό επίπεδο του τένις καθοριστικό ρόλο παίζουν η τεχνική, η τακτική και οι ψυχολογικοί παράγοντες. Για την καλύτερη βελτίωση όλων αυτών των παραγόντων απαραίτητη είναι η καλή φυσική κατάσταση, ή οποία αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες της αθλητικής επίδοσης. Συνεπώς, είναι το άθροισμα των βασικών κινητικών ικανοτήτων της αντοχής, της δύναμης, της ταχύτητας, της ευκαμψίας και των συντονιστικών ικανοτήτων. Η δύναμη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στο τένις, όπως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα αθλήματα αλλά και σε όλες τις καθημερινές δραστηριότητες του ανθρώπου. Ως δύναμη ορίζεται η ικανότητα του ανθρώπου να επενεργεί σε εξωτερικές δυνάμεις ή στο ίδιο το βάρος του σώματος του, μέσω της μυϊκής του δραστηριότητας  (π.χ. να υπερνικά ή να αντιστέκεται)

Η δύναμη αυξάνει προοδευτικά με την ηλικία ως αποτέλεσμα μιας σειράς βιολογικών και μορφολογικών μεταβολών που επηρεάζουν τη συνολική ανάπτυξη του ατόμου. Ειδικότερα στα αγόρια η μυϊκή δύναμη αυξάνεται γραμμικά έως την ηλικία των 13 με 14 χρόνων. Μετά την ηλικία αυτή, λόγω των ορμονικών μεταβολών που πραγματοποιούνται, παρουσιάζεται μια απότομη αύξηση της μυϊκής δύναμης έως τη μετεφηβική ηλικία (Blimkie, 1989; Malina, R. M., & Bouchard, C., 1991; Seger, J. Y., & Thorstensson, A., 2000).

Η γενική αθλητική προπόνηση στο τένις γυμνάζει αποτελεσματικά όλο το σώμα, όμως οι απαιτήσεις του αθλήματος αναγκάζουν τους αθλητές με ειδική αθλητική προπόνηση να αναπτύξουν την επικρατούσα και μη επικρατούσα πλευρά. Η δύναμη στους μύες του καρπού του κυρίαρχου άνω άκρου στους τενίστες είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την δύναμη του μη κυρίαρχου άνω άκρου και μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια ενός αγώνα τένις. Επομένως η δύναμη χειρολαβής αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα απόδοσης στο τένις  (Tsuji S, Tsunoda N, Yata H, Katsukava F, Onishi S, Yomazaki H. 1995; Kovacs, 2006).

Σχετικά με τη δύναμη χειρολαβής έχει παρατηρηθεί αύξηση της μέγιστης δύναμης χειρολαβής, σε απόλυτες τιμές με την πρόοδο της ηλικίας τόσο σε προπονημένα (Visnapuu, M., & Jurimae, T., 2007; Gerodimos, 2012; Gerodimos, V., Karatrantou, K., Dipla, K., Zafeiridis, A., Tsiakaras, N., & Sotiriadis, S. 2013)  όσο και σε απροπόνητα άτομα (De Smet et al., 2001; Hager-Ross, C., & Rosblad, B., 2002; Molenaar, H.M., Selles, R.W., Zuidam, J.M., Willemsen, S.P., Stam, H.J., & Hovius, S.E.R., 2010).  Όσον αφορά στη σχετική μέγιστη δύναμη χειρολαβής (σε σχέση με τη σωματική μάζα) έχει διαπιστωθεί διαφορά στην ανάπτυξή της, με την πρόοδο της ηλικίας, μεταξύ αθλούμενων και μη-αθλούμενων (Gerodimos et al., 2013).

Η μέγιστη δύναμη χειρολαβής πιθανόν να επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως είναι η ηλικία (De Smet & Vercammen, 2001; Hager-Ross & Rosblad, 2002), το φύλο (Clerke, A.M., Clerke, J.P., & Adams, R.D., 2005; Cohen, D., Voss, C., Taylor, M.J., Stasinopoulos, D.M., Delextrat, A., & Sandercock, G.R.H., 2010)  τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά (σωματική μάζα, ανάστημα, διαστάσεις παλάμης, (Gerodimos et al., 2013; Hager-Ross et al., 2002; Nicolay & Walker, 2005), το χέρι αξιολόγησης (Clerke et al., 2005), το επίπεδο φυσικής κατάστασης σε αθλητές και μη αθλούμενους (Gerodimos et al., 2013) ή το άθλημα, οι οποίοι όμως δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς όσον αφορά στον τρόπο που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και επηρεάζουν τη συγκεκριμένη ικανότητα (δύναμη χειρολαβής).

Στις περισσότερες μελέτες που έχουν  γίνει σε όψιμους έφηβους  και ενήλικες, σχετικά με το τένις, αναφέρονται διαφορές στη μέγιστη δύναμη χειρολαβής μεταξύ αθλητών τένις  και μη-αθλητών (Gerodimos et al., 2013; Gojanovic, Waeber, Gremion, Liaudet, & Feihl, 2009; Margonato, V., Roi, G.S., Cerizza, C., & Galdabino, G.L., 1994). Οι Gojanovic et al. (2009) και οι Margonato et al. (1994), αναφέρουν διαφορές στη μέγιστη δύναμη χειρολαβής μεταξύ αθλητών τένις και μη αθλούμενων ενηλίκων και αθλητών ξιφασκίας και μη αθλούμενων ενηλίκων, αντίστοιχα. Τόσο οι αθλητές τένις (Gojanovic et al., 2009) όσο και οι αθλητές ξιφασκίας (Margonato et al., 1994) παρουσίασαν υψηλότερες τιμές μέγιστης δύναμης χειρολαβής από τους μη αθλούμενους ενήλικες.

Η γενική αθλητική προπόνηση δεν είναι αρκετή για την ανάπτυξη της δύναμης στην επικρατούσα και μη επικρατούσα πλευρά, για αυτό είναι απαραίτητη η ειδική αθλητική προπόνηση στο τένις ώστε να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος. Η δύναμη στους μύες του καρπού του κυρίαρχου άνω άκρου στους τενίστες είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τη δύναμη του μη κυρίαρχου άνω άκρου και μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια ενός αγώνα τένις (Tsuji, et al., 1995; Κορώνας, Β. 2015).

Ωστόσο, σε ενήλικες αθλητές αντισφαίρισης (Gojanovic et al., 2009) και ξιφασκίας (Margonato et al. (1994) διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στη δύναμη χειρολαβής μεταξύ των δύο άνω άκρων.  Οι κινήσεις στο άθλημα του τένις απαιτεί μεγαλύτερη συμμετοχή του ενός άνω άκρου  συγκριτικά με το άλλο. Ενδεχομένως, εξειδίκευση του κυρίαρχου άκρου, τόσο στην προπόνηση όσο και στον αγώνα, στα αθλήματα (αντισφαίριση και ξιφασκία) να ευθύνεται για τη σημαντική διαφορά στη δύναμη χειρολαβής μεταξύ των δύο άνω άκρων. Αντίθετα σε άλλα αθλήματα όπως πάλη αλλά και καλαθοσφαίριση, όπου κατά τη διάρκεια της προπόνησης καθώς και του αγώνα συμμετέχουν και τα δύο χέρια σε διάφορες κινήσεις, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στη μέγιστη δύναμη χειρολαβής μεταξύ του άκρου προτίμησης και του άλλου άκρου (Gerodimos, 2012; Gerodimos et al., 2013). Η επίδραση του άκρου αξιολόγησης στη μέγιστη δύναμη χειρολαβής πιθανόν επηρεάζεται από τις ειδικές απαιτήσεις του κάθε αθλήματος.

 

Στόχοι της έρευνας

 

Στόχοι της παρούσας έρευνας ήταν να μελετήσει: α) την επίδραση ενός αγώνα τένις απλού στη δύναμη χειρολαβής σε φοιτητές και φοιτήτριες τόσο στο κυρίαρχο όσο και στο μη κυρίαρχο άνω άκρο β) τη διαφορά της δύναμης χειρολαβής μεταξύ των δύο φύλων και γ) τη μείωση της δύναμη της χειρολαβής μετά το πέρας της παρέμβασης

 

 

Μεθοδολογία

 

Συμμετέχοντες

 

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν οκτώ φοιτητές και δεκαεπτά φοιτήτριες της ειδικότητας τένις του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο δείκτης μάζας σώματος (ο οποίος υπολογίστηκε με το βάρος διά το τετράγωνο του ύψους, όπου το βάρος εκφραζόταν σε kg και το ύψος σε m), ήταν για τους φοιτητές (22.87) και (21.36) για τις φοιτήτριες, όπου με βάση τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κατατάσσει όλο το δείγμα στην κατηγορία ανθρώπων φυσιολογικού εύρους, αφού το ελάχιστο και μέγιστο εύρος για τους φοιτητές ήταν αντίστοιχα 21.50 – 24.90, ενώ για τις φοιτήτριες βρέθηκε ανάλογα 18.70 – 25.60 (φυσιολογικό σωματικό βάρος 18.50 – 24.90, WHO, 2008). Όλοι οι δοκιμαζόμενοι ήταν υγιείς και συμμετείχαν οικιοθελώς στην έρευνα, αφού προηγουμένως ενημερώθηκαν για το σκοπό αυτής. Το επίπεδο των συμμετεχόντων στο άθλημα ήταν μέτριο. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας Ερευνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Στον πίνακα 1 καταγράφονται τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων.

 

Πίνακας 1. Ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά συμμετεχόντων

 

Φοιτητές Ν Μ.Ο. Τ. Α Φοιτήτριες Ν Μ.Ο. Τ. Α
Ηλικία 8 21.6 2.1 Ηλικία 17 22.1 1.6
Βάρος 8 75.0 5.0 Βάρος 17 60.0 9.0
Ύψος 8 179.0 5.0 Ύψος 17 167.0 5.0
ΔΜΣ 8 22.87 1.70 ΔΜΣ 17 21.36 2.01
Προπονητικήηλικία 6.8 5.2 Προπονητικήηλικία 3.0 4.4

 

Εξοπλισμός

 

Για την καταγραφή των ατομικών δεδομένων των δοκιμαζόμενων, όπως ηλικία, ύψος, βάρος, δείκτη μάζας σώματος, προπονητική ηλικία και το αποτέλεσμα όλων των μετρήσεων χρησιμοποιήθηκε ατομικό πρωτόκολλο. Το σωματικό βάρος των συμμετεχόντων μετρήθηκε με ζυγαριά ακριβείας Beam Balance 710, ενώ για την μέτρηση του ύψους τους χρησιμοποιήθηκε το ενσωματωμένο αναστημόμετρο αυτής. Η δύναμης χειρολαβής των δύο άκρων (κυρίαρχο και μη κυρίαρχο) μετρήθηκε με χειροδυναμόμετρο τύπου GRIP-D πριν την έναρξη της δοκιμασίας και αμέσως μετά το πέρας αυτής.

 

 

Μετρήσεις

 

Αρχικά έγινε καταγραφή των ατομικών στοιχείων των συμμετεχόντων σε ένα πρωτόκολλο. Οι δοκιμαζόμενοι πριν την κυρίως μέτρηση έκαναν πέντε λεπτά προθέρμανση με δρομικές και διατατικές ασκήσεις και δοκιμαστικές προσπάθειες. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια ενός τουρνουά απλών αγώνων τένις το μήνα Μάϊο του 2014 στα γήπεδα τένις του Τ.Ε.Φ.Α.Α. / Α.Π.Θ. στη Θέρμη. Η μέτρηση της δύναμης χειρολαβής των δύο άκρων (κυρίαρχου και μη κυρίαρχου) έγινε με χειροδυναμόμετρο τύπου GRIP-D.   Έγιναν τρεις μετρήσεις πριν την αγώνα του αγώνα και τρείς μετά το πέρας αυτού   και στα δύο άνω άκρα. Από το σύνολο των μετρήσεων πριν και μετά, χρησιμοποιήθηκε ο μέσος όρος αυτών καθώς και η μέγιστη προσπάθεια για τη σύγκριση της δύναμης χειρολαβής πριν και μετά τη δοκιμασία. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν τις πρωϊνές ώρες, με θερμοκρασία περιβάλλοντος 23-25o C και σχετική υγρασία 63% – 66%.

Όλοι οι προκριματικοί αγώνες, τόσο των φοιτητών όσο και των φοιτητριών, τελείωναν στα επτά νικηφόρα game εκτός από τους δυο τελικούς που διεξάγονταν στα δυο νικηφόρα σετ. Μετά το τέλος κάθε παιγνιδιού καταγραφόταν ο συνολικός χρόνος του αγώνα και οι αγωνιζόμενοι απαντούσαν σύμφωνα με την κλίμακα υποκειμενικής αντίληψης της κόπωσης του Borg, πόσο κουραστικό ήταν για αυτούς το παιγνίδι. Πριν την έναρξη των μετρήσεων γινόταν καλιμπράρισμα του δυναμόμετρου. Ο δοκιμαζόμενος κατά τη διάρκεια της μέτρησης είχε το άνω άκρο κοντά στο σώμα και σχεδόν τεντωμένο. Το διάλειμμα μεταξύ των τριών μετρήσεων ήταν μερικά δευτερόλεπτα και αξιολογούνταν πρώτο το κυρίαρχο άνω άκρο. Κατά τη διάρκεια της μέτρησης υπήρξε λεκτική παρακίνηση, η οποία ήταν ίδια για όλους τους δοκιμαζόμενους (ένταση φωνής, ίδιες λέξεις κλειδιά κ.α.), καθώς και  οπτική ανατροφοδότηση.

 

Στατιστική ανάλυση
Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο SPSS  20 (έκδοσης 2012). Για τον έλεγχο των διαφορών μεταξύ φοιτητών και φοιτητριών χρησιμοποιήθηκε ανάλυση  t-test. Ως επίπεδο σημαντικότητας υιοθετήθηκε το .05. Οι τιμές των ομάδων, πριν και μετά την παρέμβαση, εξετάστηκαν για σημαντικές διαφορές με μια στατιστική δοκιμασία για αλληλένδετα δείγματα. Χρησιμοποιήθηκε ένα μη παραμετρικό (Wilcoxon) τεστ, επειδή πρόκειται για ένα σχετικά μικρό δείγμα και αυτό γίνεται παρά το γεγονός ότι η κατανομή των τιμών ήταν κανονική (Keppel & Wickens, 2004). Η κατανομή εξετάστηκε με το Kolmogorov-Smirnov Test και βρέθηκε ότι ήταν κανονική στην μέτρηση της δύναμης και στα δύο άνω άκρα.
Αποτελέσματα

 

Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι η δύναμη χειρολαβής των δύο άνω άκρων (κυρίαρχου και μη κυρίαρχου) μετά από αγώνα τένις απλού μεταβάλλεται. Συγκεκριμένα, στους φοιτητές τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφορά της μέγιστης δύναμης (p<.001) πριν και μετά τον αγώνα. Επίσης, παρουσιάστηκε σημαντική μείωση και στο μέσο όρο της δύναμης του κυρίαρχου άνω άκρου πριν και μετά το πέρας του παιγνιδιού (p<.01). Παράλληλα σημαντική διαφορά (p<.01) διαπιστώθηκε μεταξύ των δύο μετρήσεων και στο μη κυρίαρχο άνω άκρο τόσο στη μέγιστη δύναμη όσο και στο μέσο όρο. Η συνολική διάρκεια των παιγνιδιών στους φοιτητές ήταν 41.1 λεπτά ενώ ο βαθμός κόπωσης με βάση την κλίμακα Borg ήταν μέτριας έντασης (11.29+3.6). Τα αποτελέσματα της σύγκρισης των μετρήσεων στους φοιτητές παρουσιάζονται στον πίνακα 2.

Πίνακας 2.  Σύγκριση χειροδυναμομέτρησης  κυρίαρχου και μη κυρίαρχου  άνω άκρου στους φοιτητές πριν και μετά τον αγώνα

 

Μέτρηση Πριν τοναγώνα S.D Μέτρηση Μετά τοναγώνα S.D
ΚΑΑ Μέγιστη 56.7*** 4.1 Μέγιστη 54.4*** 4.7
ΚΑΑ Μ.Ο. 54.7** 3.7 Μ.Ο. 51.9** 3.8
ΜΚΑΑ Μέγιστη 50.1** 4.5  Μέγιστη 47.5** 3.1
ΜΚΑΑ Μ.Ο. 48.2** 4.2 Μ.Ο. 45.5** 3.3
**p<.01*** p<.001

 

ΚΑΑ: κυρίαρχο άνω άκρο

ΜΚΑΑ: μη κυρίαρχο άνω άκρο

ΜΟ: μέσος όρος των 3 μετρήσεων

 

Τα αποτελέσματα στις φοιτήτριες εμφάνισαν στατιστικά σημαντική διαφορά στη δύναμη χειρολαβής (p<.001) στη μέγιστη προσπάθεια και στο μέσο όρο στο κυρίαρχο άνω άκρο. Επίσης, παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη δύναμη του μη κυρίαρχου άνω άκρου κατά την μέγιστη προσπάθεια πριν και μετά τον αγώνα (p<.01), καθώς επίσης και στο μέσο όρο αυτού.  Η συνολική διάρκεια των παιγνιδιών στις φοιτήτριες ήταν 40.04 λεπτά και ο βαθμός της κόπωσης με βάση την κλίμακα Borg ήταν μέτριας έντασης 11.42. Τα αποτελέσματα της σύγκρισης των μετρήσεων στις φοιτήτριες  παρουσιάζονται στον πίνακα 3.

 

Πίνακας 3. Σύγκριση χειροδυναμομέτρησης κυρίαρχου (ΚΑΑ) και μη κυρίαρχου άνω άκρου  (Μ.ΚΑΑ) στις φοιτήτριες πριν και μετά τον αγώνα.

 

Μέτρηση Πριν τοναγώνα  S.D Μέτρηση Μετά τοναγώνα  S.D
ΚΑΑ Μέγιστη 34.6*** 4.8 Μέγιστη 32.7*** 4.5
ΚΑΑ Μ.Ο. 33.6*** 4.7 Μ.Ο. 31.5*** 4.8
ΜΚΑΑ Μέγιστη 30.2** 4.3 Μέγιστη 28.8** 4.4
ΜΚΑΑ Μ.Ο. 28.9** 4.2 Μ.Ο. 27.5** 4.4
**p<.01*** p<.001

 

ΚΑΑ: κυρίαρχο άνω άκρο

ΜΚΑΑ: μη  κυρίαρχο άνω άκρο

ΜΟ: μέσος όρος των 3 μετρήσεων

Συζήτηση – Συμπεράσματα

 

Η παρούσα μελέτη υπόκειται σε ορισμένους μεθοδολογικούς περιορισμούς, όπως είναι το μικρό δείγμα (ιδιαίτερα των φοιτητών) και η έλλειψη ομάδας ελέγχου. Ωστόσο, πρόκειται για μια κατ’ αρχήν προσέγγιση, η οποία στοχεύει στην αρχική μελέτη και ανάδειξη του θέματος. Η παρούσα έρευνα σχεδιάστηκε για να εξετάσει την επίδραση του τένις στην μεταβολή της δύναμης χειρολαβής μετά από ένα αγώνα απλού παιγνιδιού. Η μέτρηση της δύναμης χειρολαβής χρησιμοποιείται σήμερα παγκοσμίως επειδή είναι σχετικά φτηνό τεστ που δίνει πρακτικές πληροφορίες για τους μύες, τα νεύρα, το κόκαλο και τους συνδέσμους (Innes, 1999; Figueiredo, Sampaio, Mancini, Nascimento, 2006).

Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε μείωση της δύναμης χειρολαβής μετά το παιγνίδι και στα δύο φύλα. Μεγαλύτερη όμως μείωση παρα-   τηρήθηκε στη μέγιστη μέτρηση της δύναμης χειρολαβής στους φοιτητές στο κυρίαρχο άκρο, ενώ μειωμένος εμφανίστηκε  και ο μέσος όρος των μετρήσεων στο ίδιο άκρο. Όσον αφορά το μη κυρίαρχο άνω άκρο το οποίο συμμετείχε μόνο κατά τα κτυπήματα backhand και στη ρίψη της μπάλας στο σερβίς, η μείωση της μέγιστης προσπάθειας καθώς και ο μέσος όρος ήταν μικρότερος απ’ ότι στο κυρίαρχο άνω άκρο. Το κυρίαρχο άνω άκρο είναι βέβαια αυτό που συμμετέχει περισσότερο καθώς είναι αυτό που κρατάει την ρακέτα. Η κόπωση όμως είναι εξίσου σημαντική και για τα δυο άνω άκρα, αφού εκτός από την ειδική κόπωση υπάρχει και η γενική κόπωση του σώματος η οποία επηρεάζει σημαντικά και τα δυο άνω άκρα. Όσον αφορά το μη κυρίαρχο άνω άκρο συμμετέχει σε όλα τα κτυπήματα γιατί πάντα η κίνηση του είναι τέτοια ώστε να βοηθάει την ισορροπία του σώματος. Από όλα αυτά φαίνεται ότι το μη κυρίαρχο άνω άκρο συμμετέχει σημαντικά κατά τη διάρκεια του παιγνιδιού και η κόπωση που παρατηρήθηκε ήταν αρκετά μεγάλη.

Στις φοιτήτριες εμφανίστηκε σημαντική διαφορά μόνο κατά την μέγιστη προσπάθεια στο κυρίαρχο άνω άκρο, ενώ δεν εμφανίστηκε σημαντική διαφορά στο μέσο όρο. Επίσης, ασήμαντη ήταν και η διαφορά που παρατηρήθηκε στο μη κυρίαρχο άνω άκρο. Η μεγαλύτερη όμως μεταβολή της δύναμης χειρολαβής που παρατηρήθηκε στο κυρίαρχο άνω άκρο των φοιτητών μετά το παιγνίδι, πιθανόν να οφείλεται στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα αλλά και στο μικρό δείγμα αυτών. Γι’ αυτό λοιπόν, θα ήταν σκόπιμο μελλοντικές έρευνες για το ίδιο θέμα να χρησιμοποιήσουν μεγαλύτερο δείγμα σε φοιτητές και για τις φοιτήτριες μεγαλύτερη διάρκεια παιγνιδιού. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με  αυτά των (Tsuji et al., 1995; Innes, 1999; Gale et al., 2007; & Marrodán Serrano et al., 2009; Κορώνας Β., 2015), οι οποίοι μέτρησαν τη δύναμη χειρολαβής με χειροδυναμόμετρο στο κυρίαρχο και μη άνω άκρο σε αθλητές του τένις μετά από αγώνα απλού και διπλού παιγνιδιού. Συνοψίζοντας θα πρέπει να επισημανθεί ότι, από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας διαπιστώθηκε μείωση της δύναμης χειρολαβής στο κυρίαρχο και μη κυρίαρχο άνω άκρο μετά από απλό παιγνίδι τένις τόσο στους φοιτητές όσο και στις φοιτήτριες, που σημαίνει ότι το τένις ως άθληση επηρεάζει τη δύναμη χειρολαβής.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Blimkie, C. J. R. (1989). Age and sex associated variation in strength during childhood:anthropometric, morphologic, neurologic and biomechanical correlates. In C. V. Gisolfi & D. R. Lamb (Eds.), Perspectives in Exercise Sciense and Sports Medicine(pp. 223-308). Indianapolis: Benchmark: Exercise and Sport.

Clerke, A. M., Clerke, J. P., & Adams, R. D. (2005). Effects of hand shape on maximalisometric grip strength and its reliability in teenagers. Journal of Hand Therapy, 18,19-29. doi: 10.1197/j.jht.2004.10.007

Cohen, D. D., Voss, C., Taylor, M. J. D., Stasinopoulos, D. M., Delextrat, A., & Sandercock, G. R. H. (2010). Handgrip strength in English schoolchildren. Acta Paediatrica,International Journal of Paediatrics, 99, 1065-1072.

De Smet, L., & Vercammen, A. (2001). Grip strength in children. Journal of Pediatrics Orthopeadics B, 10, 352-354.

Figueiredo, I.M., Sampaio R.F., Mancini M.C., Nascimento M.C. (2006). Ganhos funcionais e sua relação com os componentes de função em trabalhadores com lesão de mão. Rev Bras Fisioter, 10, 421-427.

Gojanovic B, Waeber B, Gremion G, Liaudet L, Feihl F. (2009). Bilateral symmetry of radial pulse in high-level tennis players: implications for the validity of central aortic pulse wave analysis. J Hypertens,; 27:1617-1623.

Gale CR, Martyn CN, Cooper C, Sayer A.A. (2007). Grip strength, body composition, and mortality. Int J Epidemiol;36:228-35.

Gerodimos, V. (2012). Reliability of handgrip strength test in basketball players. Journal of Human Kinetics, 31, 25-36.

Gerodimos, V., Karatrantou, K., Dipla, K., Zafeiridis, A., Tsiakaras, N., & Sotiriadis, S. (2013). Age-related differences in peak handgrip strength between wrestlers and non athletes during the developmental years. Journal of              Strength and Conditioning Research, 27(3):616-23

Hager-Ross, C., & Rosblad, B. (2002). Norms for grip strength in children aged 4-16 years. Acta Paediatrics, 91, 617-625.

Innes E. (1999). Handgrip strength testing: A review of the literature. Aust Occup Ther J;46:120-40.

Zetou E, Koronas V, Athanailidis I, Koussis P. (2012). Learning tennis skill through game Play and Stay in elementary pupils. Journal of Human Sports & Exercise. Vol.(70,No2: 560-572.

Koronas V. (2015). Μεταβολές στη δύναμη της άκρας χειρός μετά από έναν αγώνα τένις διπλού. Φυσική Αγωγή Αθλητισμός-Υγεία,30, 07-16

Kovacs, M. S. (2006). Applied physiology of tennis performance. British Journal of Sports Medicine, 40, 381-385.

Malina, R. M., & Bouchard, C. (1991). Growth, Maturation, and Physical Activity. Champaign.

Margonato, V., Roi, G. S., Cerizza, C., & Galdabino, G. L. (1994). Maximal isometric force and muscle cross-sectional area of the forearm in fencers. Journal of Sports Sciences, 12,567-572.

Marrodán Serrano MD, Romero Collazos JF, Moreno Romero S, Mesa Santurino MS, Cabañas Armesilla MD, Pacheco Del Cerro JL, González-Montero de Espinosa M. (2009). Handgrip strength in children and teenagers aged from 6 to 18 years: Reference values and relationship with size and body composition. An Pediatr (Barc).70:340-8.

Molenaar, H. M., Selles, R. W., Zuidam, J. M., Willemsen, S. P., Stam, H. J., & Hovius, S. E. R. (2010). Growth Diagrams for Grip Strength in Children. Clinical Orthopaedics and Related Research, 468, 217-223.

Nicolay, C. W., & Walker, A. L. (2005). Grip strength and endurance: Influences of anthropometric variation, hand dominance, and gender. International Journal ofIndustrial Ergonomics, 35, 605-618.

Pothuizen, R. (2008). “Using slower balls with starter adults. Tennis. Non stop and adult motivation for playing tennis”. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2009 από http://www.tennis play and stay.com/downloads/seminar-london-2008/SAT%201015-1130%20Adults%20KNLTB%20Approach%20-%20 Handout.pdf

Seger, J. Y., & Thorstensson, A. (2000). Muscle strength and electromyogram in boys and girls followed through puberty. European Journal of Applied Physiology, 81, 54-61.

Tsuji S, Tsunoda N, Yata H, Katsukava F, Onishi S, Yomazaki H. (1995). Relation between grip strength and radial mineral density in  young athletes. (Arch. Phys. Med. Rehab.  Philadelphia).76(3):234-238.

Visnapuu, M., & Jurimae, T. (2007). Handgrip strength and hand dimensions in young handball and basketball players. Journal of Strength and Conditioning Research, 21, 923-929.

World Health Organiaztion (2008). Global Database on Body Mass Index..

Yoon, J. (2002). Physiological profiles of elite senior wrestlers. Sports Medicine, 32, 225-23

Ισως σας ενδιαφέρουν :