ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ

 

 

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ

 

Του Κυριάκου Κάρκαλη

 

Ο Ζεϊμπέκικος είναι ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν

οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα

οι πρόσφυγες του 1922.Καθαρά ανδρικός χορός, αργός και

βαρύς που πρωτόλεια μορφή του περιελάμβανε πολύ συχνά επίδειξη

οπλομαχητικής.

Για το ζεϊμπέκικο αρκούν τέσσερα τετραγωνικά μέτρα δάπεδο, στερεό

και επίπεδο. Ο ζεϊμπέκικος δεν έχει βήματα, γιατί είναι καθ’ ολοκληρία

αυτοσχεδιασμός. Συνεπώς, ο καθένας χορεύει τον εντελώς δικό του,

ιδιαίτερο, ειδικό, ατομικό ζεϊμπέκικο. Κάθε χορευτής έχει τις δικές του

φιγούρες, τσακίσματα, στροφές και τούμπες…

Οι καθ’ εαυτού μάγκες προτιμούν τον γιουρούκικο (βαρύς ζεϊμπέκικος)

που τον χορεύουν σέρτικα, σχεδόν ακίνητοι. Δεν είναι ο ρυθμός που

κάνει να ξεχωρίζουν τα διάφορα είδη ζεϊμπέκικου, αλλά το ύφος. Ο

ζεϊμπέκικος χορεύεται σύμφωνα με το σωματικό βάρος και την ηλικία

του χορευτή.

Ο ζεϊμπέκικος χορεύεται με ίσια χέρια και πόδια, με τα χέρια σε στάση

δεήσεως ή ικεσίας. Με ευκολία εναλλάσσονται οι φιγούρες, ο χορευτής

σκύβει, περιστρέφεται στο ένα πόδι, δήθεν πέφτει και σηκώνεται, χάνει

τον ρυθμό και τον ξαναβρίσκει, τινάζεται, χτυπάει με την παλάμη του τις

φτέρνες του και κάνει τον μεθυσμένο. Δεν υπάρχει παρτενέρ. Η παρέα

του χορευτή αρκείται να του χτυπά ρυθμικά παλαμάκια, καθισμένη

στην πίστα, σε επίπεδο πιο χαμηλό από αυτόν, δηλώνοντας έτσι τη

συμπαράσταση, την εκφραζόμενη οδύνη και τον σεβασμό της.

Σα χορός δύσκολα χορεύεται. Δεν είναι τυχαίο ότι σπουδαίοι ξένοι

χορευτές δεν μπορούν να τον αποδώσουν σωστά, κάτι που ίσως με

περίσσια ευκολία μπορεί να κάνει ένας απαίδευτος καλλιτεχνικά

άνθρωπος από τη Δραπετσώνα. Δεν έχει βήματα, είναι ιερατικός

χορός με εσωτερική ένταση, κάτι που ο χορευτής οφείλει να γνωρίζει

και να σέβεται και συνήθως του βγαίνει και αυθόρμητα, αφού μάλλον

είναι καταγεγραμμένο στο DNA του.

Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το

ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που

βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν

στην τάξη των άλλων.

Το ζεϊμπέκικο δε χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια

επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά

και όργανα, να εκστασιαστεί για να βγουν στην επιφάνεια αυτά που τον

τρώνε.

Τα λόγια ενός τραγουδιού σε ζεϊμπέκικό σκοπό δεν είναι ποτέ

χαρούμενα.

Αναφέρονται πάντα σε καταστάσεις θλιβερές όπως θάνατος, χωρισμός,

φυλακή…

Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την

αδυναμία του-αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό.

Συμπάσχει με τον στίχο , ο οποίος εκφράζει σε κάποιο βαθμό την προσωπική

του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και

αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο, ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δε σαλτάρει

ασύστολα δεξιά

και αριστερά – βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει

μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που ο

τραγουδιστής ανασαίνει.

  

Ο σωστός χορευτής χορεύει άπαξδε

μονοπωλεί την πίστα                                     

Το ζεϊμπέκικο δε χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι,

απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που

κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα. Αυτό τουλάχιστον επιβάλλει

το τυπικό του χορού…

Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου ο τόπος δε σηκώνει άλλον. Είναι

προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη και απρόσκλητη παρουσία. Γι’ αυτό άλλωστε,

σε παλιότερες εποχές και από ανθρώπους σαφώς πιο απαίδευτους από

τρόπους έκφρασης, μετουσιώθηκε σε «σήμα κατατεθέν» της μαγκιάς. Της

κακώς εννοούμενης μαγκιάς βέβαια… Είναι γνωστή η ιστορία με το

πολύνεκρο φονικό του Κοεμτζή τη δεκαετία του ’70 με αφορμή τη συμμετοχή

έτερου χορευτή σε κατά παραγγελία ζεϊμπέκικο.

 

Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός

Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων,

είναι προσβολή για όποιον τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει

τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άνδρα και δεν μπορεί να το δεχτεί.

Και στο μάτι δεν κολλάει. Η γυναίκα από κατασκευής είναι πολύ εύθραυστη

για να χορέψει ένα χορό τόσο βαρύ και ο χορός είναι από μόνος του πολύ

βαρύς για να συνοδευτεί από χαριτωμένα λικνίσματα των μηρών.

Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν

απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.

Περιστρέφεται γύρωαπό τον εαυτό του , το οποίον τοποθετεί στο κέντρο του

κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο

από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για

τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να

μπει». Και όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει.

Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταμορφώνεται σε αετό που επιπίπτει κατά

παντός υπευθύνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία

προς τη μοίρα και το θείο.

Στις μέρες μας βέβαια, στο πλαίσιο της πλήρους ισοπέδωσης δυστυχώς

αποτελεί βασικό ρυθμό φτηνών λαϊκών ασμάτων. Σουξέ εποχιακών που

παράφωνα «ψέλνονται»σε νυχτερινά κέντρα και χορεύονται από ευτραφείς

κυρίους και λουσάτες κυρίες με συνοδεία «σαμπάνια πίστας» και λουλουδιών.

Παρά ταύτα, έστω κι έτσι δε χάνει την αρχική του αξία. Είναι γνήσιος λαϊκός

ελληνικός τρόπος έκφρασης , κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος, αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος

που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους με ομορφιά

και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο. Όμως βλέπεις μερικές φορές

κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν

να ελπίζεις, όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο

ολόκληρο. Είναι ο δικός μας τρόπος έκφρασης. Ο Ελληνικός.

 

Πηγή: Νέα της ipa

Ισως σας ενδιαφέρουν :